κλαύσιμος

κλαύσιμος
κλαύσιμος, -ίμη, -ον (AM) [κλαύσις]
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαύσιμο(ν) και κλάψιμο(ν)
α) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος
β) παράπονο
γ) πένθος
αρχ.
1. άξιος θρήνου, κλαμάτων
2. θρηνώδης, παραπονετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλαύσιμον — κλαύσιμος plaintive masc acc sg κλαύσιμος plaintive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλαύσιμος — ἐπικλαύσιμος, ον (Μ) αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλαύσιμος (< κλαύοις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”